κουλούριασμα

κουλούριασμα
το, -ατος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κουλουριάζω, κουβάριασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κύκλωμα — το (AM κύκλωμα) [κυκλώ (II)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση νεοελλ. 1. ομάδα αλληλοϋποστήριζόμενων ατόμων που έχουν κοινές απόψεις, κοινές επιδιώξεις και κυρίως κοινά συμφέροντα και δρουν συνήθως ιδιοτελώς 2. φρ. α) φυσ.… …   Dictionary of Greek

  • σπείρωση — η / σπείρωσις, ώσεως, ΝΑ [σπειροῡμαι/σπειρῶ] νεοελλ. ναυτ. (σχετικά με σχοινί, ιδίως αγόμενο) η τοποθέτηση στο κατάστρωμα σε επάλληλες σπείρες, σε κουλούρες, κν. κούρκωμα αρχ. συστροφή, κουλούριασμα …   Dictionary of Greek

  • συσπείρωση — η. Ν 1. σπειροειδής συστροφή, κουλούριασμα 2. συνάθροιση ατόμων γύρω από κάποιον ή από κάτι 3. πολιτική κίνηση συγκέντρωσης οπαδών γύρω από ένα πρόγραμμα, η οποία όμως δεν έχει προσλάβει μόνιμο χαρακτήρα οργάνωσης ή κόμματος («ανεξάρτητες… …   Dictionary of Greek

  • κουβάριασμα — το, ατος τύλιγμα, κουλούριασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συσπείρωση — η 1. συγκέντρωση γύρω από κάποιον: Χρειάζεται συσπείρωση όλων των δυνάμεων του έθνους για την αντιμετώπιση του κινδύνου. 2. κουλούριασμα, περιτύλιγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύλιγμα — το, ατος 1. μάζεμα πράγματος με στρέψη γύρω από τον εαυτό του ή από κάτι άλλο, κουβάριασμα, κουλούριασμα, μασούριασμα: Τύλιγμα του νήματος. 2. περικάλυψη, περιτύλιξη πράγματος με κάλυμμα: Τύλιγμα του δώρου με καλό χαρτί. 3. μτφ., εξαπάτηση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”